- κατερείκω
- κατερείκω (Α)1. χοντροκοπανίζω, θρυμματίζω, χοντραλέθω2. μτφ. καταπραΰνω, κοπάζω («δυνατὴ τὸν ἐμὸν θυμὸν κατερεῑξαι», Αριστοφ.)3. μέσ. κατερείκομαιξεσχίζω τα φορέματα μου λόγω πένθους ή θλίψεως («τά τε ἐσθῆτος ἐχόμενα εἶχον, ταῡτα κατηρείκοντο καὶ οἰμωγῇ ἀφθόνῳ διεχρέοντο», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐρείκω «κοπανίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.