κατερείκω

κατερείκω
κατερείκω (Α)
1. χοντροκοπανίζω, θρυμματίζω, χοντραλέθω
2. μτφ. καταπραΰνω, κοπάζω («δυνατὴ τὸν ἐμὸν θυμὸν κατερεῑξαι», Αριστοφ.)
3. μέσ. κατερείκομαι
ξεσχίζω τα φορέματα μου λόγω πένθους ή θλίψεως («τά τε ἐσθῆτος ἐχόμενα εἶχον, ταῡτα κατηρείκοντο καὶ οἰμωγῇ ἀφθόνῳ διεχρέοντο», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐρείκω «κοπανίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατερείκεσθε — κατερείκω bruise pres imperat mp 2nd pl κατερείκω bruise pres ind mp 2nd pl κατερείκω bruise imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερεικομένων — κατερείκω bruise pres part mp fem gen pl κατερείκω bruise pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερείξεις — κατερείκω bruise aor subj act 2nd sg (epic) κατερείκω bruise fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερεικόμεναι — κατερείκω bruise pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερεικόμενος — κατερείκω bruise pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερεῖξαι — κατερείκω bruise aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερείκειν — κατερείκω bruise pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηρείκοντο — κατερείκω bruise imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηρείξαντο — κατερείκω bruise aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέρειξεν — κατερείκω bruise aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”